Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύκνιστος — εὔκνιστος, ον (ΑΜ) ευερέθιστος, ευαίσθητος, ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κνιστος (< κνίζω «ξύνω, ερεθίζω»)] … Dictionary of Greek
εὔκνιστον — εὔκνιστος ticklish masc/fem acc sg εὔκνιστος ticklish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)